βερνικωμένο

βερνικωμένο
(κέρατο) τό строптивый, своенравный человек; упрямая голова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βερνικωμένο" в других словарях:

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • βερνικώνω — 1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω 2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός …   Dictionary of Greek

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • λουστρίνι — Κατεργασμένο δέρμα, βερνικωμένο με βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο. Βλ. λ. δέρμα. * * * το 1. γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας 2. στον πληθ. τα λουστρίνια υποδήματα από τέτοιο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrino «γυαλιστερό» (< ιταλ. lustro… …   Dictionary of Greek

  • βερνικώνω — ωσα, βερνικωμένος 1. καλύπτω μια επιφάνεια με βερνίκι αλείφοντάς το, λουστράρω: Πρέπει να βερνικώσω όλες τις πόρτες για να μη σαπίσουν. 2. φρ., «κέρατο βερνικωμένο», ο δύστροπος, ο αντιπαθητικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστρίνι — το ιού (λ. ιταλ.), γυαλιστερό βερνικωμένο δέρμα πολυτελείας: Στην εκδήλωση θα φορέσω παπούτσια από λουστρίνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»